- διερρωγός
- διαρρήγνυμιbreak throughperf part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υρειγαλέον — Α (κατά τον Ησύχ.) «διερρωγός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να αναγνωσθεί Fρηγαλέον ή Fρειγαλέον (πρβλ. ῥήγνυμι)] … Dictionary of Greek
υρωγαλέον — Α (κατά τον Ησύχ.) «διερρωγός» … Dictionary of Greek